- προβυω
- προβύωπρο-βύω(ῡ) (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять
(λύχνον Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λύχνον Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβύω — Α 1. ωθώ κάτι προς τα έξω 2. φρ. «προβύω λύχνον» ωθώ προς τα έξω το φιτίλι τού λύχνου, ξεφιτιλίζω 3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα»,… … Dictionary of Greek
προβῦσαι — προβύω push up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβυόντων — προβῡόντων , προβύω push up pres part act masc/neut gen pl προβῡόντων , προβύω push up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβυσμένης — προβεβῡσμένης , προβύω push up perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβύσαι — προβύ̱σαῑ , προβύω push up aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβύσειν — προβύ̱σειν , προβύω push up fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβυσον — πρόβῡσον , προβύω push up aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)